Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiantatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjantaˈtore] 1 γεωργός 2 αγρότης 3 φυτευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |