Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpjano] 1 (di edificio) ο όροφος, το πάτωμα 2 musica πιάνο 3 (progetto) σχέδιο piàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpjano] (piatto) επίπεδος (-η, -ο) piàno επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈpjano] 1 (lentamente) σιγά, αγάλια 2 (a bassa voce) χαμηλά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpian piano = σιγά σιγά || piano [αρσ.] terreno = το ισόγειο || piatto [αρσ.] piano = το πιάτο ρηχό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |