Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjaˈnistiko]

1 πιανιστικός
2 ο του πιάνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianista piano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pianificazione (θηλ.ουσ)
pianigiano (επίθ.)
pianissimo (επίθ.)
pianista (ουσ αρσ )
pianista (θηλ.ουσ)
pianistico (επίθ.)
piano (ουσ αρσ )
piano (επίθ.)
piano (επίρ.)
piano–bar (ουσ αρσ )
pianoconcavo, piano–concavo (επίθ.)
pianoconvesso, piano–convesso (επίθ.)
pianoforte (ουσ αρσ )
pianola (θηλ.ουσ)
pianoro (ουσ αρσ )
pianoterra (ουσ αρσ )
pianta (θηλ.ουσ)
piantabile (επίθ.)
piantacarote (ουσ αρσ )
piantaggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---