Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pjanifiˈkare]

1 ετοιμάζω σχέδιο μελλοντικής υλοποίησης
2 μεθοδεύω
3 προκαθορίζω σχέδιο δράσης
4 προετοιμάζω πλάνο
5 σχεδιάζω ή εκτιμώ για το μέλλον
6 σχεδιάζω την υλοποίηση
7 σχεδιάζω
8 δημιουργώ πλάνα
9 προγραμματίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianificabile pianificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piangente (επίθ.)
piangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piangitore (αρσ. επίθ και ουσ)
piangiucchiare (ρ.αμτβ.)
pianificabile (επίθ.)
pianificare (ρ. μτβ.)
pianificato (επίθ.)
pianificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pianificazione (θηλ.ουσ)
pianigiano (επίθ.)
pianissimo (επίθ.)
pianista (ουσ αρσ )
pianista (θηλ.ουσ)
pianistico (επίθ.)
piano (ουσ αρσ )
piano (επίθ.)
piano (επίρ.)
piano–bar (ουσ αρσ )
pianoconcavo, piano–concavo (επίθ.)
pianoconvesso, piano–convesso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---