Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjaˈnɛlla]

1 επίπεδο κεραμίδι ή τούβλο
2 πασουμάκι
3 παντόφλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianeggiare pianerottolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piana (θηλ.ουσ)
pianale (ουσ αρσ )
pianeggiante (επίθ.)
pianeggiare (ρ.αμτβ.)
pianeggiare (ρ. μτβ.)
pianella (θηλ.ουσ)
pianerottolo (ουσ αρσ )
pianeta (ουσ αρσ )
pianeta (θηλ.ουσ)
pianetino (ουσ αρσ )
piangente (επίθ.)
piangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piangitore (αρσ. επίθ και ουσ)
piangiucchiare (ρ.αμτβ.)
pianificabile (επίθ.)
pianificare (ρ. μτβ.)
pianificato (επίθ.)
pianificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pianificazione (θηλ.ουσ)
pianigiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---