Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


padronàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [padroˈnale]

1 επιχειρηματικός
2 ιδιωτικός
3 διοικητικός
4 εργοδοτικός
5 του ιδιοκτήτη
6 του κυρίου
7 κύριος
8 του αφεντικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  padrona padronanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

padre (ουσ αρσ )
padreggiare (ρ.αμτβ.)
padreterno (ουσ αρσ )
padrino (ουσ αρσ )
padrona (θηλ.ουσ)
padronale (επίθ.)
padronanza (θηλ.ουσ)
padronato (ουσ αρσ )
padroncino (ουσ αρσ )
padrone (ουσ αρσ )
padroneggiare (ρ. μτβ.)
padroneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
padule (ουσ αρσ )
paella (θηλ.ουσ)
paesaggio (ουσ αρσ )
paesanismo (ουσ αρσ )
paesano (ουσ αρσ )
paesano (επίθ.)
paese (ουσ αρσ )
paesista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---