Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpadroncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [padronˈʧino] 1 φορτηγατζής (που είναι και ιδιοκτήτης του φορτηγού) 2 ταξιτζής (που είναι και ιδιοκτήτης του ταξί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |