Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpadronànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [padroˈnantsa] 1 εξουσία διοίκησης 2 καθοριστική επιρροή 3 εκτενής γνώση 4 ηγεσία 5 κυριαρχία 6 επιβολή 7 εξουσία 8 υπεροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |