Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


padroneggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [padronedˈʤare]

1 διακατέχω
2 γνωρίζω καλά
3 ορίζω
4 δεσπόζω
5 κάνω το αφεντικό
6 είμαι δεσποτικός
7 διοικώ
8 ελέγχω
9 δυναστεύω
10 κατακυριεύω
11 εξουσιάζω
12 διαφεντεύω
13 κυβερνώ
14 κυριαρχώ
15 κατέχω
16 κρατώ

padroneggiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [padronedˈʤarsi]

1 διατηρώ την ψυχραιμία μου
2 ελέγχω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  padrone padule  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

padronale (επίθ.)
padronanza (θηλ.ουσ)
padronato (ουσ αρσ )
padroncino (ουσ αρσ )
padrone (ουσ αρσ )
padroneggiare (ρ. μτβ.)
padroneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
padule (ουσ αρσ )
paella (θηλ.ουσ)
paesaggio (ουσ αρσ )
paesanismo (ουσ αρσ )
paesano (ουσ αρσ )
paesano (επίθ.)
paese (ουσ αρσ )
paesista (ουσ αρσ και θηλ.)
paesistico (επίθ.)
paf (επιφ.)
paffete (επιφ.)
paffuto (επίθ.)
paga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---