Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paesàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paeˈzano], [paeˈsano]

1 επαρχιώτης
2 χωριάτης
3 αγρότης

paesàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paeˈzano], [paeˈsano]

1 επαρχιώτικος
2 χωριάτικος
3 αγροτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paesanismo paese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

padroneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
padule (ουσ αρσ )
paella (θηλ.ουσ)
paesaggio (ουσ αρσ )
paesanismo (ουσ αρσ )
paesano (ουσ αρσ )
paesano (επίθ.)
paese (ουσ αρσ )
paesista (ουσ αρσ και θηλ.)
paesistico (επίθ.)
paf (επιφ.)
paffete (επιφ.)
paffuto (επίθ.)
paga (θηλ.ουσ)
pagabile (επίθ.)
pagaia (θηλ.ουσ)
pagamento (ουσ αρσ )
paganeggiare (ρ.αμτβ.)
paganesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
paganizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---