ItalianoGreco


paesàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paeˈzano], [paeˈsano]

1 επαρχιώτης
2 χωριάτης
3 αγρότης

paesàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paeˈzano], [paeˈsano]

1 επαρχιώτικος
2 χωριάτικος
3 αγροτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---