Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpaganeggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [paganedˈʤare] 1 έχω παγανιστικό χαρακτήρα 2 ενεργώ ως ειδωλολάτρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |