Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpagànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈgante] πληρωτής pagànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paˈgante] που πληρώνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |