Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pagàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈgano]

ο ειδωλολάτρης

pagàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈgano]

1 ειδωλολατρικός
2 παγανιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paganizzare pagante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pagaia (θηλ.ουσ)
pagamento (ουσ αρσ )
paganeggiare (ρ.αμτβ.)
paganesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
paganizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pagano (ουσ αρσ )
pagano (επίθ.)
pagante (ουσ αρσ )
pagante (επίθ.)
pagare (ρ. μτβ.)
pagato (επίθ.)
pagatore (ουσ αρσ )
pagatore (επίθ.)
pagella (θηλ.ουσ)
pagello (ουσ αρσ )
paggio (ουσ αρσ )
pagherò (ουσ αρσ )
paghetta (θηλ.ουσ)
pagina (θηλ.ουσ)
paginatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---