Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpadʤo]

1 αγόρι ακόλουθος κάποιου
2 παιδί υπηρέτης
3 αγόρι παράνυφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pagello pagherò  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pagato (επίθ.)
pagatore (ουσ αρσ )
pagatore (επίθ.)
pagella (θηλ.ουσ)
pagello (ουσ αρσ )
paggio (ουσ αρσ )
pagherò (ουσ αρσ )
paghetta (θηλ.ουσ)
pagina (θηλ.ουσ)
paginatura (θηλ.ουσ)
paginazione (θηλ.ουσ)
paglia (θηλ.ουσ)
pagliaccesco (επίθ.)
pagliaccetto (ουσ αρσ )
pagliacciata (θηλ.ουσ)
pagliaccio (ουσ αρσ )
pagliaio (ουσ αρσ )
pagliarolo (ουσ αρσ )
pagliata (θηλ.ουσ)
pagliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---