ItalianoGreco


pàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpadʤo]

1 αγόρι ακόλουθος κάποιου
2 παιδί υπηρέτης
3 αγόρι παράνυφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---