Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pagliaccésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paʎʎatˈʧesko]

1 όμοιος με κλόουν
2 χαρακτηριστικός του παλιάτσου
3 χοντροκομμένος σε τρόπους
4 αγροίκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paglia pagliaccetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paghetta (θηλ.ουσ)
pagina (θηλ.ουσ)
paginatura (θηλ.ουσ)
paginazione (θηλ.ουσ)
paglia (θηλ.ουσ)
pagliaccesco (επίθ.)
pagliaccetto (ουσ αρσ )
pagliacciata (θηλ.ουσ)
pagliaccio (ουσ αρσ )
pagliaio (ουσ αρσ )
pagliarolo (ουσ αρσ )
pagliata (θηλ.ουσ)
pagliato (επίθ.)
pagliericcio (ουσ αρσ )
paglierino (επίθ.)
paglietta (ουσ αρσ και θηλ.)
paglietto (ουσ αρσ )
paglino (ουσ αρσ )
paglino (επίθ.)
pagliolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---