ItalianoGreco


pagaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pagaˈmento]

η πληρωμή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagamento [αρσ.] anticipato = η προεξόφληση || pagamento [αρσ.] in contanti = η πληρωμή σε μετρητά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---