ItalianoGreco


pagàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈgabile]

1 που πρέπει να πληρωθεί
2 πληρωτέος
3 εξοφλητέος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagabile al portatore = πληρωτέος στον κομιστή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---