Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pagàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈgabile]

1 που πρέπει να πληρωθεί
2 πληρωτέος
3 εξοφλητέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paga pagaia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagabile al portatore = πληρωτέος στον κομιστή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paesistico (επίθ.)
paf (επιφ.)
paffete (επιφ.)
paffuto (επίθ.)
paga (θηλ.ουσ)
pagabile (επίθ.)
pagaia (θηλ.ουσ)
pagamento (ουσ αρσ )
paganeggiare (ρ.αμτβ.)
paganesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
paganizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pagano (ουσ αρσ )
pagano (επίθ.)
pagante (ουσ αρσ )
pagante (επίθ.)
pagare (ρ. μτβ.)
pagato (επίθ.)
pagatore (ουσ αρσ )
pagatore (επίθ.)
pagella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---