Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈeze], [paˈese]

1 (nazione) η χώρα
2 (villaggio) το χωριό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paesano paesista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


abitare al paese = μένω στο χωριό || Paesi [αρσ. πλυθ.] Bassi = οι Κάτω Χώρες [f.] || paesi [αρσ. πλυθ.] in via di sviluppo = οι υπό ανάπτιξη χώρες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paella (θηλ.ουσ)
paesaggio (ουσ αρσ )
paesanismo (ουσ αρσ )
paesano (ουσ αρσ )
paesano (επίθ.)
paese (ουσ αρσ )
paesista (ουσ αρσ και θηλ.)
paesistico (επίθ.)
paf (επιφ.)
paffete (επιφ.)
paffuto (επίθ.)
paga (θηλ.ουσ)
pagabile (επίθ.)
pagaia (θηλ.ουσ)
pagamento (ουσ αρσ )
paganeggiare (ρ.αμτβ.)
paganesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
paganizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pagano (ουσ αρσ )
pagano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---