Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàdre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpadre] ο πατέρας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpadre [αρσ.] nostro = ο Πατέρ ημών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |