Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpadovàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [padoˈvano] κάτοικος της Πάντοβα padovàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [padoˈvano] ο της Πάντοβα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |