Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


osterìggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osteˈridʤo]

άνοιγμα φωτισμού (πλοίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osteria ostessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osteopatia (θηλ.ουσ)
osteoporosi (θηλ.ουσ)
osteosclerosi (θηλ.ουσ)
osteotomia (θηλ.ουσ)
osteria (θηλ.ουσ)
osteriggio (ουσ αρσ )
ostessa (θηλ.ουσ)
ostetrica (θηλ.ουσ)
ostetricia (θηλ.ουσ)
ostetrico (ουσ αρσ )
ostetrico (επίθ.)
ostia (θηλ.ουσ)
ostiariato (ουσ αρσ )
ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---