Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


osteoscleròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔsteoskleˈrɔzi]

οστεοσκλήρυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osteoporosi osteotomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osteomalacia (θηλ.ουσ)
osteomielite (θηλ.ουσ)
osteomielitico (επίθ.)
osteopatia (θηλ.ουσ)
osteoporosi (θηλ.ουσ)
osteosclerosi (θηλ.ουσ)
osteotomia (θηλ.ουσ)
osteria (θηλ.ουσ)
osteriggio (ουσ αρσ )
ostessa (θηλ.ουσ)
ostetrica (θηλ.ουσ)
ostetricia (θηλ.ουσ)
ostetrico (ουσ αρσ )
ostetrico (επίθ.)
ostia (θηλ.ουσ)
ostiariato (ουσ αρσ )
ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---