Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nocèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [noˈʧɛlla]

1 οστό του καρπού του χεριού
2 άρθρωση γεωμετρικού διαβήτη
3 άξονας περιστροφής πυξίδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  noce nocepesca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

noccoliere (ουσ αρσ )
noccoluto (επίθ.)
noce (ουσ αρσ )
noce (θηλ.ουσ)
noce (επίθ.)
nocella (θηλ.ουσ)
nocepesca (θηλ.ουσ)
nocepesco (ουσ αρσ )
noceto (ουσ αρσ )
nocino (ουσ αρσ )
nocività (θηλ.ουσ)
nocivo (επίθ.)
nocumento (ουσ αρσ )
nodale (επίθ.)
nodello (ουσ αρσ )
nodo (ουσ αρσ )
nodosità (θηλ.ουσ)
nodoso (επίθ.)
nodulare (επίθ.)
nodulo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---