Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nóce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnoʧe]

η καρυδιά

nóce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnoʧe]

το καρύδι

nóce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnoʧe]

(colore) το καρυδί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  noccoluto nocella  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


noce [θηλ.] di cocco = το ινδοκάρυδο || noce [θηλ.] moscata = το μοσχοκάρυδο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nocciolina (θηλ.ουσ)
nocciolo (ουσ αρσ )
nocciolo (ουσ αρσ )
noccoliere (ουσ αρσ )
noccoluto (επίθ.)
noce (ουσ αρσ )
noce (θηλ.ουσ)
noce (επίθ.)
nocella (θηλ.ουσ)
nocepesca (θηλ.ουσ)
nocepesco (ουσ αρσ )
noceto (ουσ αρσ )
nocino (ουσ αρσ )
nocività (θηλ.ουσ)
nocivo (επίθ.)
nocumento (ουσ αρσ )
nodale (επίθ.)
nodello (ουσ αρσ )
nodo (ουσ αρσ )
nodosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---