Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnicotinìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [nikotiˈnizmo] 1 νικοτινισμός 2 νικοτινίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |