Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nictàlope  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nikˈtalope]

ασθενής με νυκταλωπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nicoziana nictalopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Nicosia (κύρ.όν. θηλ.)
nicotina (θηλ.ουσ)
nicotinico (επίθ.)
nicotinismo (ουσ αρσ )
nicoziana (θηλ.ουσ)
nictalope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nictalopia (θηλ.ουσ)
nictitropico (επίθ.)
nictitropismo (ουσ αρσ )
nictofobia (θηλ.ουσ)
nicturia (θηλ.ουσ)
nidiaceo (επίθ.)
nidiandolo (αρσ. επίθ και ουσ)
nidiata (θηλ.ουσ)
nidificare (ρ.αμτβ.)
nidificazione (θηλ.ουσ)
nido (ουσ αρσ )
niellare (ρ. μτβ.)
niellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
niellatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---