Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmartellatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [martellaˈtore] 1 σφυρηλατών 2 μποξέρ δυνατός αλλά άτεχνος 3 καλός παίκτης με ρόπαλο (baseball) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |