Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


martellìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [martelˈlio]

σφυροκόπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  martellinare martellista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

martellatura (θηλ.ουσ)
martelletto (ουσ αρσ )
martelliano (ουσ αρσ )
martellina (θηλ.ουσ)
martellinare (ρ. μτβ.)
martellio (ουσ αρσ )
martellista (ουσ αρσ και θηλ.)
martello (ουσ αρσ )
martinello (ουσ αρσ )
martinetto (ουσ αρσ )
martingala (θηλ.ουσ)
Martinica (θηλ.ουσ)
martinicca (θηλ.ουσ)
martin pescatore (ουσ αρσ )
martire (ουσ αρσ και θηλ.)
martirio (ουσ αρσ )
martirizzare (ρ. μτβ.)
martirologio (ουσ αρσ )
martora (θηλ.ουσ)
martoriare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---