Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


martoriàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [martoˈrjare]

1 τσιγαρίζω
2 τιμωρώ
3 ταλανίζω
4 κατατρώγω
5 καταπιέζω
6 κατατρύχω
7 χορεύω στο ταψί
8 κακοποιώ
9 υποβάλλω σε μαρτύρια
10 τυραννώ
11 βασανίζω σε τροχό βασανιστηρίων
12 βασανίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  martora marxiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

martire (ουσ αρσ και θηλ.)
martirio (ουσ αρσ )
martirizzare (ρ. μτβ.)
martirologio (ουσ αρσ )
martora (θηλ.ουσ)
martoriare (ρ. μτβ.)
marxiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marxismo (ουσ αρσ )
marxismo–leninismo (ουσ αρσ )
marxista (ουσ αρσ και θηλ.)
marxista (επίθ.)
marxistico (επίθ.)
marza (θηλ.ουσ)
marzaiolo (επίθ.)
marzapane (ουσ αρσ )
marziale (επίθ.)
marzialità (θηλ.ουσ)
marziano (ουσ αρσ )
marziano (επίθ.)
marzio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---