Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marxìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [markˈsista]

Μαρξιστής

marxìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [markˈsista]

μαρξιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marxismo–leninismo marxistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

martora (θηλ.ουσ)
martoriare (ρ. μτβ.)
marxiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marxismo (ουσ αρσ )
marxismo–leninismo (ουσ αρσ )
marxista (ουσ αρσ και θηλ.)
marxista (επίθ.)
marxistico (επίθ.)
marza (θηλ.ουσ)
marzaiolo (επίθ.)
marzapane (ουσ αρσ )
marziale (επίθ.)
marzialità (θηλ.ουσ)
marziano (ουσ αρσ )
marziano (επίθ.)
marzio (επίθ.)
marzo (ουσ αρσ )
marzolino (αρσ. επίθ και ουσ)
mas (ουσ αρσ )
mascalcia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---