Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marziàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [marˈtsjano]

1 άνθρωπος ούφο
2 αρειανός
3 άνθρωπος εκκεντρικός
4 άνθρωπος που είναι παραφωνία

marziàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [marˈtsjano]

αρειανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marzialità marzio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marza (θηλ.ουσ)
marzaiolo (επίθ.)
marzapane (ουσ αρσ )
marziale (επίθ.)
marzialità (θηλ.ουσ)
marziano (ουσ αρσ )
marziano (επίθ.)
marzio (επίθ.)
marzo (ουσ αρσ )
marzolino (αρσ. επίθ και ουσ)
mas (ουσ αρσ )
mascalcia (θηλ.ουσ)
mascalzonata (θηλ.ουσ)
mascalzone (αρσ. επίθ και ουσ)
mascara (ουσ αρσ )
mascarpone (ουσ αρσ )
mascavato (ουσ αρσ )
mascella (θηλ.ουσ)
mascellare (ουσ αρσ )
mascellare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---