Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


martirizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [martiridˈdzare]

1 τυραννώ
2 τσιγαρίζω
3 χορεύω στο ταψί
4 βασανίζω
5 σακατεύω
6 σπάζω
7 πιλατεύω
8 πρήζω
9 ταλανίζω
10 τιμωρώ
11 σταυρώνω
12 ταλαιπωρώ
13 κακοποιώ
14 καταπιέζω
15 υποβάλλω σε μαρτύρια
16 βασανίζω σε τροχό βασανιστηρίων
17 κατατυραννώ
18 παιδεύω
19 κατατρύχω
20 κατατρώγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  martirio martirologio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Martinica (θηλ.ουσ)
martinicca (θηλ.ουσ)
martin pescatore (ουσ αρσ )
martire (ουσ αρσ και θηλ.)
martirio (ουσ αρσ )
martirizzare (ρ. μτβ.)
martirologio (ουσ αρσ )
martora (θηλ.ουσ)
martoriare (ρ. μτβ.)
marxiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marxismo (ουσ αρσ )
marxismo–leninismo (ουσ αρσ )
marxista (ουσ αρσ και θηλ.)
marxista (επίθ.)
marxistico (επίθ.)
marza (θηλ.ουσ)
marzaiolo (επίθ.)
marzapane (ουσ αρσ )
marziale (επίθ.)
marzialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---