Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmartìn pescatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [marˈtin peskaˈtore] αλκυόνα (ψαροπούλι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |