Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


martellétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [martelˈletto]

1 πλήκτρο (σφύρα χορδής πιάνου)
2 επικρουστήρας
3 λύκος όπλου
4 μπάρα τυπογραφικών στοιχείων
5 σφύρα
6 σφυρί
7 σφυράκι
8 βαριοπούλα οικοδόμου
9 γλωσσίδι καμπάνας
10 σφυρί προέδρου δικαστηρίου
11 σφυρί διευθύνοντος πλειστηριασμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  martellatura martelliano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

martellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
martellata (θηλ.ουσ)
martellato (επίθ.)
martellatore (ουσ αρσ )
martellatura (θηλ.ουσ)
martelletto (ουσ αρσ )
martelliano (ουσ αρσ )
martellina (θηλ.ουσ)
martellinare (ρ. μτβ.)
martellio (ουσ αρσ )
martellista (ουσ αρσ και θηλ.)
martello (ουσ αρσ )
martinello (ουσ αρσ )
martinetto (ουσ αρσ )
martingala (θηλ.ουσ)
Martinica (θηλ.ουσ)
martinicca (θηλ.ουσ)
martin pescatore (ουσ αρσ )
martire (ουσ αρσ και θηλ.)
martirio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---