ItalianoGreco


martellàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [martelˈlata]

1 συνεχή πλήγματα με οβίδες
2 έντονη φραστική επίθεση
3 σφυριά
4 καταιγισμός
5 σφυρηλασία
6 σφυροκόπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---