ItalianoGreco


martellànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [martelˈlante]

1 θυελλώδης
2 βομβαρδιστικός
3 αδιάκοπος
4 αλλεπάλληλος
5 σφυρηλατών
6 διαρκής
7 αδιάλειπτος
8 ακατάπαυστος
9 σφυροκοπών
10 επανωτός
11 άπαυτος
12 καταιγιστικός
13 επανειλημμένος
14 απανωτός
15 επαναλαμβανόμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---