Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


martellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [martelˈlato]

1 σφυρήλατος
2 σφυροκοπημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  martellata martellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

martedì (ουσ αρσ )
martellamento (ουσ αρσ )
martellante (επίθ.)
martellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
martellata (θηλ.ουσ)
martellato (επίθ.)
martellatore (ουσ αρσ )
martellatura (θηλ.ουσ)
martelletto (ουσ αρσ )
martelliano (ουσ αρσ )
martellina (θηλ.ουσ)
martellinare (ρ. μτβ.)
martellio (ουσ αρσ )
martellista (ουσ αρσ και θηλ.)
martello (ουσ αρσ )
martinello (ουσ αρσ )
martinetto (ουσ αρσ )
martingala (θηλ.ουσ)
Martinica (θηλ.ουσ)
martinicca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---