Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàrmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmarmo] το μάρμαρο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi marmo = μαρμάρινος [-η, -ο] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |