Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maròcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈrɔkko]

το Μαρόκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marocchino maronita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marnare (ρ. μτβ.)
marniera (θηλ.ουσ)
marnoso (επίθ.)
marocchino (ουσ αρσ )
marocchino (επίθ.)
marocco (ουσ αρσ )
maronita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maroso (ουσ αρσ )
marpione (ουσ αρσ )
marra (θηλ.ουσ)
marrancio (ουσ αρσ )
marrano (ουσ αρσ )
marrone (ουσ αρσ )
marrone (επίθ.)
marroneto (ουσ αρσ )
marron glacé (ουσ αρσ )
marrubio (ουσ αρσ )
marruca (θηλ.ουσ)
marsala (ουσ αρσ )
marsc' (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---