Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈroso], [maˈrozo] 1 κύμα μεγάλο 2 κύμα διασπώμενο σε αφρούς 3 μεγάλο παράκτιο κύμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |