Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marsiglièse  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [marsiʎˈʎese], [marsiʎˈʎeze]

κάτοικος Μασσαλίας

marsiglièse  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marsiʎˈʎese], [marsiʎˈʎeze]

1 πλάκα πεζοδρομίου (είδος γαλλικό)
2 γαλλικός εθνικός ύμνος

marsiglièse  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [marsiʎˈʎese], [marsiʎˈʎeze]

ο της Μασσαλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Marsiglia marsina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marrubio (ουσ αρσ )
marruca (θηλ.ουσ)
marsala (ουσ αρσ )
marsc' (επιφ.)
Marsiglia (θηλ.ουσ)
marsigliese (ουσ αρσ )
marsigliese (θηλ.ουσ)
marsigliese (επίθ.)
marsina (θηλ.ουσ)
marsuino (ουσ αρσ )
marsupiale (ουσ αρσ )
marsupiale (επίθ.)
marsupio (ουσ αρσ )
Marta (κύρ.όν. θηλ.)
martagone (ουσ αρσ )
marte (ουσ αρσ )
martedì (ουσ αρσ )
martellamento (ουσ αρσ )
martellante (επίθ.)
martellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---