Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marsìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marˈsina]

Φράκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marsigliese marsuino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marsc' (επιφ.)
Marsiglia (θηλ.ουσ)
marsigliese (ουσ αρσ )
marsigliese (θηλ.ουσ)
marsigliese (επίθ.)
marsina (θηλ.ουσ)
marsuino (ουσ αρσ )
marsupiale (ουσ αρσ )
marsupiale (επίθ.)
marsupio (ουσ αρσ )
Marta (κύρ.όν. θηλ.)
martagone (ουσ αρσ )
marte (ουσ αρσ )
martedì (ουσ αρσ )
martellamento (ουσ αρσ )
martellante (επίθ.)
martellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
martellata (θηλ.ουσ)
martellato (επίθ.)
martellatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---