Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarocchìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [marokˈkino] 1 μαροκινό δέρμα 2 κάτοικος Μαρόκου marocchìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [marokˈkino] μαροκινός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |