Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marnièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marˈnjɛra]

λάκκος για ασβέστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marnare marnoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marmorizzato (επίθ.)
marmorizzazione (θηλ.ουσ)
marmotta (θηλ.ουσ)
marna (θηλ.ουσ)
marnare (ρ. μτβ.)
marniera (θηλ.ουσ)
marnoso (επίθ.)
marocchino (ουσ αρσ )
marocchino (επίθ.)
marocco (ουσ αρσ )
maronita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maroso (ουσ αρσ )
marpione (ουσ αρσ )
marra (θηλ.ουσ)
marrancio (ουσ αρσ )
marrano (ουσ αρσ )
marrone (ουσ αρσ )
marrone (επίθ.)
marroneto (ουσ αρσ )
marron glacé (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---