Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàrna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmarna] 1 αργιλάσβεστος 2 μάργα 3 ασβεστολιθικό πέτρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |