ItalianoGreco


marmittóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [marmitˈtone]

1 πρωτάρης
2 αρχάριος
3 πρόσφατα στρατολογημένος
4 νεοσύλλεκτος
5 στραβάδι
6 νέος επαγγελματίας αθλητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---