Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marmìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marˈmista]

1 μαρμαράς
2 μαρμαρογλύφος
3 λιθοξόος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marmifero marmitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marketing (ουσ αρσ )
marmaglia (θηλ.ουσ)
marmellata (θηλ.ουσ)
marmetta (θηλ.ουσ)
marmifero (επίθ.)
marmista (ουσ αρσ και θηλ.)
marmitta (θηλ.ουσ)
marmittone (ουσ αρσ )
marmo (ουσ αρσ )
marmocchio (ουσ αρσ )
marmoreo (επίθ.)
marmorizzare (ρ. μτβ.)
marmorizzato (επίθ.)
marmorizzazione (θηλ.ουσ)
marmotta (θηλ.ουσ)
marna (θηλ.ουσ)
marnare (ρ. μτβ.)
marniera (θηλ.ουσ)
marnoso (επίθ.)
marocchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---