Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màrcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmarʧa]

1 (camminata) η πορεία
2 (sportiva) το βάδην
3 militare η παρέλαση
4 musica το εμβατήριο
5 auto η ταχύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marchionale marciano  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare marcia indietro = κάνω όπισθεν || ingranare la marcia = βάζω ταχύτητα || inversione [θηλ.] di marcia = η αναστροφή || rimettersi in marcia = ξεκινώ πάλι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marchiare (ρ. μτβ.)
marchingegno (ουσ αρσ )
marchio (ουσ αρσ )
marchionale (επίθ.)
marcia (θηλ.ουσ)
marciano (επίθ.)
marciapiede (ουσ αρσ )
marciare (ρ.αμτβ.)
marciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
marcio (ουσ αρσ )
marcio (επίθ.)
marcire (ρ.αμτβ.)
marcita (θηλ.ουσ)
marcitoio (αρσ. επίθ και ουσ)
marciume (ουσ αρσ )
marco (ουσ αρσ )
marconigrafia (θηλ.ουσ)
marconigramma (ουσ αρσ )
marconista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---