Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marchiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [marˈkjano]

1 τερατώδης
2 υπέρογκος
3 υπερμεγέθης
4 πελώριος
5 τρισμέγιστος
6 κολοσσιαίος
7 υπερβολικός
8 τεράστιος
9 μεγάλος
10 θεόρατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marchetta marchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marchesato (ουσ αρσ )
marchese (ουσ αρσ )
marchesina (θηλ.ουσ)
marchesino (ουσ αρσ )
marchetta (θηλ.ουσ)
marchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marchiare (ρ. μτβ.)
marchingegno (ουσ αρσ )
marchio (ουσ αρσ )
marchionale (επίθ.)
marcia (θηλ.ουσ)
marciano (επίθ.)
marciapiede (ουσ αρσ )
marciare (ρ.αμτβ.)
marciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
marcio (ουσ αρσ )
marcio (επίθ.)
marcire (ρ.αμτβ.)
marcita (θηλ.ουσ)
marcitoio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---