Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marchesàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [markeˈzato]

ιδιοκτησία ή αξίωμα μαρκησίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marchesa marchese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Marcaurelio (κύρ.όν. αρσ.)
marcello (ουσ αρσ )
marcescente (επίθ.)
marcescenza (θηλ.ουσ)
marchesa (θηλ.ουσ)
marchesato (ουσ αρσ )
marchese (ουσ αρσ )
marchesina (θηλ.ουσ)
marchesino (ουσ αρσ )
marchetta (θηλ.ουσ)
marchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marchiare (ρ. μτβ.)
marchingegno (ουσ αρσ )
marchio (ουσ αρσ )
marchionale (επίθ.)
marcia (θηλ.ουσ)
marciano (επίθ.)
marciapiede (ουσ αρσ )
marciare (ρ.αμτβ.)
marciatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---